- εὐγονίας
- εὐγονίᾱς , εὐγονίαfruitfulnessfem acc plεὐγονίᾱς , εὐγονίαfruitfulnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
κακογαμίου, γραφή — Η μήνυση εναντίον όποιου είχε συνάψει ανάρμοστο γάμο στην αρχαία Σπάρτη. Στη γ.κ. αναφέρεται ο Πλούταρχος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «ην εν Σπάρτη και αγαμίου δίκη και οψιγαμίου και κακογαμίου». Γενικά στη Σπάρτη ίσχυαν διάφοροι περιορισμοί που… … Dictionary of Greek